Τις
περισσότερες φορές, όταν μας συμβαίνει κάτι, και αναφέρομαι στα απλά γεγονότα,
αναρωτιόμαστε «Γιατί;»
Γιατί
το ένα, γιατί το άλλο…
Γιατί
να μου σπάσει το τακούνι;
Γιατί
να χάσω το ένα μου σκουλαρίκι;
Γιατί
με κουτσούλισε το κωλόπουλο;
Γιατί
την ώρα που είμαι έτοιμη να συναντήσω τον καλό μου θα συνουσιαστεί το σύμπαν
και πάλι θα τον στήσω;
Αν
εξαιρέσεις την τελευταία ερώτηση, που οι απαντήσεις υπάρχουν πάντα εκεί
ξεκάθαρες να με ντροπιάζουν, σε όλες τις προηγούμενες σηκώνω τα χέρια ψηλά και
αφήνομαι στην ασφάλεια της «επιστημονικής» απάντησης που μου δίνει βρε παιδί
μου μια σιγουριά: «Το κακό το μάτι φταίει!!»
Από
τη μια στενοχωριέσαι για αυτό το κακό μάτι που φέρνει αυτές τις κακουχίες, από
την άλλη όμως το ότι η κατάσταση σου είναι τέτοια που προκαλεί αυτό το κακό
μάτι, κάτι σου λέει…
Βέβαια αρκετοί θα έχετε τις αντιρρήσεις σας, δεν θα «πιστεύετε»
στο «κακό το μάτι», το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχω καταλάβει ποιο είναι… πέρα
από το γαλάζιο που θεωρείται από πολλούς υπεύθυνο και αν θεωρηθεί ότι δεν
συγκαταλεγόμαστε στις Σκανδιναβικές χώρες, οπότε η πληθώρα των «κακών των
ματιών» είναι αντιστρόφως ανάλογη με τους γαλανομάτηδες της περιοχής μας, και
πάλι είναι ΕΝΑ!!! Ποιο όμως; το
αριστερό; το δεξιό; το αλλήθωρο; το τσακίρικο; το λάγνο; το ζαβό;
ΠΟΙΟΟΟΟ;;;; Ερωτήσεις που αιωρούνται
χωρίς να έχει βρεθεί η απάντηση ή τουλάχιστον να μην την έχω ακούσει εγώ, η
οποία λίγο θα με φωτίσει και θα με προφυλάξει αν γίνεται…
Ναι,
αν το καταλάβατε ανήκω και εγώ σ’ αυτήν την κατηγορία τυχερής-άτυχης που πέφτω
θύμα ματιάσματος, που μέχρι πρότινος δεν το παραδεχόμουν όμως μετά από αυτό που
θα σας εκθέσω-παρουσιάσω-πω
τον πόνο μου θα δείτε
πως καλά κάνω…
Ήταν
μεσημέρι, μετά τις 4 θαρρώ,(αλλάζω ύφος όπως βλέπετε…) όταν γυρνούσα με το
αυτοκίνητό μου από την εργασία μου στον τόπο κατοικίας μου… Ο ήλιος έκαιγε το air condition δούλευε! Τα νεύρα μου, αν θυμάμαι
καλά, ήταν σε καταστολή και γενικά η διάθεσή μου χαλαρή… Μέχρι που συνέβη το
μοιραίο!!!
Βρισκόμουν
στη δεξιά λωρίδα της Λ. Βουλιαγμένης (πράμα που σας το συνιστώ τα μεσημέρια,
πηγαίνει εξακριβωμένα πιο γρήγορα) και μπροστά μου πήγαινε καμαρωτός καμαρωτός
ένας ποδηλάτης… Μη φαντάζεστε τώρα το εξώφυλλο του MBike με σάρκα και οστά μπροστά μου,
καμία σχέση… Γυρίστε πίσω στην παιδική σας ηλικία τότε που φορούσατε κοντά
παντελονάκια και ένα απλό μακό συνδυασμένο με καπέλο, τύπου φαρδύ γείσο να με
προστατεύει από τον ήλιο και σίγουρα του μικρότερου αδελφού μου, με μια μικρή
πινελιά από το σήμερα στις σαγιονάρες… το ποδήλατο ψιλονορμάλ για παιδική
χαρά!! Όλη αυτή η οπτασία πήγαινε αμέριμνη στη δεξιά λωρίδα και πραγματικά δεν
θα κάναμε την κουβέντα αυτή τώρα, αν ένας, τύπου ραλίστας του γλυκού νερού, δεν
είχε θελήσει να μου κάνει σφήνα και να χωθεί μπροστά μου… Το μόνο που πρόλαβα
να κάνω ήταν να πατήσω κόρνα, μπιπ, κλάξον αυτό
το πολύ χρηστικό εξάρτημα του αυτοκινήτου που σου λέει με ήχο, αφού δεν είδες
με τα μάτια, ότι ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΔΩ!!! Πραγματικά ο ραλίστας με εντόπισε και
αποφύγαμε το μοιραίο τετ α τετ… Πού να ήξερα όμως η ξανθιά ―και έχω λόγο που το
λέω, γιατί, αν ήμουν μουστακαλής, σίγουρα δεν θα είχε δοθεί συνέχεια― τι με
περίμενε στο αμέσως επόμενο φανάρι. Ο
ποδηλάτης είχε μεταμορφωθεί από Μπούλης σε υστερική γριά που μόλις της πήραν τη
σειρά έξω από την τράπεζα, χτυπούσε το αμάξι και τα τζάμια μου με χέρια και με
πόδια στριγκλίζοντας «Τι κορνάρεις!!!» και ξανά «Τι κορνάρεις!!!» και πάλι «Τι
κορνάρεις!!!». Στην αρχή λέω πάει αποτρελάθηκε ο ζαβός, όμως συνέχισε και
έπαιρνε θάρρος όσο έβλεπε ότι δεν αντιδρούσα, ταυτοχρόνως κατσικώθηκε μπροστά
μου επιδεικτικά να μην μπορώ να ξεφύγω… Τι να έκανα πια το άνοιξα και εγώ…
ζαβός ξεζαβός του τα ‘πα ένα χεράκι!!
Προσπάθησα
στην αρχή να του εξηγήσω τα γεγονότα, σε απλά ελληνικά, για να ξεπεράσει τον
τρόμο του από το μπιπ μου που, προφανώς, τον έβγαλε από τη νιρβάνα του… Αλλά
εκείνος είχε περάσει σε κατάσταση μη ελεγχόμενη. Οι φωνές του όλο και
δυνάμωναν, τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω, συνέχιζε με μανία να χτυπάει το
τζάμι και να κλωτσάει τον προφυλακτήρα μου με τέτοια λύσσα, μέχρις ότου οι
σαγιονάρες τού έφυγαν από τα πόδια και προσγειώθηκαν στα παρμπρίζ των διπλανών
οχημάτων που τον έκαναν χάζι... Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να μαλώνει
με τους άλλους οδηγούς, ανοίγω το τζάμι εξασκώ φαρσί τα, γνωστά, «γαλλικά» μου,
πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι!! Ουφ! Έφυγα και ησύχασα, έτσι νόμιζα εκείνη τη
στιγμή, αν και η πίεσή μου είχε φτάσει 22.
Μη
σας τα πολυλογώ, πέρασαν οι μέρες και όλο το παραπάνω κόντευε να γίνει μια
ανάμνηση παλιά, μέχρι που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω (για χαιρετισμό μη
φανταστείτε από ανάγκη) το κλάξον μου ξανά… Μπααααα!!! Τίποτα!! Νada!! Niente!! Περνάνε δυο τρεις ημέρες, το πάω
στο συνεργείο να του ρίξουν μια ματιά και μου λένε: «Δεν έχει τίποτα, απλά,
όταν σου κολλάει, θα του ρίχνεις μια μπουνίτσα και θα συνέρχεται…» Πραγματικά
ακολούθησα ευλαβικά τις βαθυστόχαστες, και κυρίως δωρεάν, οδηγίες του κυρ Κώστα
και βρήκα την υγεία μου. Για λίγο καιρό κολλούσε. Του έδινα τα χαστουκάκια του
και ήρθε και έφτιαξε.
Έτσι από μόνη της, πέρασε αυτή η κακή ενέργεια
που το ταλαιπωρούσε, αυτό το κακό μάτι του ζαβού ποδηλάτη, που νομίζω ότι ήταν
το αριστερό τελικά…